κουραδάς

κουραδάς
κουραδάς, ο και κουράδας, ο
άνθρωπος δειλός ή ανάξιος λόγου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουράδας — και κουραδάς [κουράδι (Ι)] 1. άνθρωπος δειλός, φοβιτσιάρης, χέστης 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, άχρηστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”